μαγδωλοφύλαξ

μαγδωλοφύλαξ
μαγδωλο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ,
A guard of the watch-tower, PFay.108.13 (ii A. D.), PTeb.353.9 (ii A. D.), PLond.3.844.5 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • μαγδωλοφυλακία — μαγδωλοφυλακία, ἡ (Α) [μαγδωλοφύλαξ] πάπ. απόσπασμα στρατιωτών που αποτελούσε τη φρουρά στρατιωτικού φυλακίου …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”